- αμφιξέω
- ἀμφιξέω (Α)ξύνω, λειαίνω ολόγυρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίξουν — ἀμφίξοος polishing all round masc/fem acc sg ἀμφίξοος polishing all round neut nom/voc/acc sg ἀ̱μφίξουν , ἀμφιξέω smooth all round imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀ̱μφίξουν , ἀμφιξέω smooth all round imperf ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek